Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
διάταγμα
View word page
διασχοινίζω
scatter

ShortDef

scatter

Debugging

Headword:
διασχοινίζω
Headword (normalized):
διασχοινίζω
Headword (normalized/stripped):
διασχοινιζω
IDX:
22129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22130
Key:

Data

{'content': 'scatter'}