Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
διαταγή
View word page
διασχισμός
dissension
ShortDef
dissension
Debugging
Headword:
διασχισμός
Headword (normalized):
διασχισμός
Headword (normalized/stripped):
διασχισμος
IDX:
22128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22129
Key:
Data
{'content': 'dissension'}