Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
διαταγεύω
View word page
διάσχισμα
interval

ShortDef

interval

Debugging

Headword:
διάσχισμα
Headword (normalized):
διάσχισμα
Headword (normalized/stripped):
διασχισμα
IDX:
22127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22128
Key:

Data

{'content': 'interval'}