Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασώχω
View word page
διάσχισις
division, cleft
ShortDef
division, cleft
Debugging
Headword:
διάσχισις
Headword (normalized):
διάσχισις
Headword (normalized/stripped):
διασχισις
IDX:
22126
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22127
Key:
Data
{'content': 'division, cleft'}