Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
View word page
διασχίς
division
ShortDef
division
Debugging
Headword:
διασχίς
Headword (normalized):
διασχίς
Headword (normalized/stripped):
διασχις
IDX:
22125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22126
Key:
Data
{'content': 'division'}