Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
διασωστής
View word page
διασχίζω
to cleave
ShortDef
to cleave
Debugging
Headword:
διασχίζω
Headword (normalized):
διασχίζω
Headword (normalized/stripped):
διασχιζω
IDX:
22124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22125
Key:
Data
{'content': 'to cleave'}