Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
διασωπάω
διασωστέον
View word page
διασχιδής
cloven, split, parted

ShortDef

cloven, split, parted

Debugging

Headword:
διασχιδής
Headword (normalized):
διασχιδής
Headword (normalized/stripped):
διασχιδης
IDX:
22123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22124
Key:

Data

{'content': 'cloven, split, parted'}