Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
διασωματίζω
View word page
διασχηματίζω
to form completely

ShortDef

to form completely

Debugging

Headword:
διασχηματίζω
Headword (normalized):
διασχηματίζω
Headword (normalized/stripped):
διασχηματιζω
IDX:
22121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22122
Key:

Data

{'content': 'to form completely'}