Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
διασχισμός
διασχοινίζω
διασῴζω
View word page
διασχάζω
open a vein

ShortDef

open a vein

Debugging

Headword:
διασχάζω
Headword (normalized):
διασχάζω
Headword (normalized/stripped):
διασχαζω
IDX:
22120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22121
Key:

Data

{'content': 'open a vein'}