Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
διάσχισμα
View word page
διασφραγίζομαι
seal up
ShortDef
seal up
Debugging
Headword:
διασφραγίζομαι
Headword (normalized):
διασφραγίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασφραγιζομαι
IDX:
22117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22118
Key:
Data
{'content': 'seal up'}