Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
διασχίς
διάσχισις
View word page
διάσφιγξις
binding tight, ligature

ShortDef

binding tight, ligature

Debugging

Headword:
διάσφιγξις
Headword (normalized):
διάσφιγξις
Headword (normalized/stripped):
διασφιγξις
IDX:
22116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22117
Key:

Data

{'content': 'binding tight, ligature'}