Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
διασχίζω
View word page
διασφίγγω
bind tight

ShortDef

bind tight

Debugging

Headword:
διασφίγγω
Headword (normalized):
διασφίγγω
Headword (normalized/stripped):
διασφιγγω
IDX:
22114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22115
Key:

Data

{'content': 'bind tight'}