Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
διασχάζω
διασχηματίζω
διασχημάτισις
διασχιδής
View word page
διασφήνωσις
plugging

ShortDef

plugging

Debugging

Headword:
διασφήνωσις
Headword (normalized):
διασφήνωσις
Headword (normalized/stripped):
διασφηνωσις
IDX:
22113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22114
Key:

Data

{'content': 'plugging'}