Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
διασφυδόω
διάσφυξις
View word page
διασφάττω
slaughter
ShortDef
slaughter
Debugging
Headword:
διασφάττω
Headword (normalized):
διασφάττω
Headword (normalized/stripped):
διασφαττω
IDX:
22109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22110
Key:
Data
{'content': 'slaughter'}