Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
διασφραγίζομαι
View word page
διασφάλλω
to overturn utterly

ShortDef

to overturn utterly

Debugging

Headword:
διασφάλλω
Headword (normalized):
διασφάλλω
Headword (normalized/stripped):
διασφαλλω
IDX:
22107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22108
Key:

Data

{'content': 'to overturn utterly'}