Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
διασφιγκτέον
διάσφιγξις
View word page
διασφαλίζομαι
secure firmly

ShortDef

secure firmly

Debugging

Headword:
διασφαλίζομαι
Headword (normalized):
διασφαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διασφαλιζομαι
IDX:
22106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22107
Key:

Data

{'content': 'secure firmly'}