Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
διασφίγγω
View word page
διασφαιρόομαι
to be rolled up into a ball
ShortDef
to be rolled up into a ball
Debugging
Headword:
διασφαιρόομαι
Headword (normalized):
διασφαιρόομαι
Headword (normalized/stripped):
διασφαιροομαι
IDX:
22104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22105
Key:
Data
{'content': 'to be rolled up into a ball'}