Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
διασφήνωσις
View word page
διασφαιρίζω
to throw about like a ball

ShortDef

to throw about like a ball

Debugging

Headword:
διασφαιρίζω
Headword (normalized):
διασφαιρίζω
Headword (normalized/stripped):
διασφαιριζω
IDX:
22103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22104
Key:

Data

{'content': 'to throw about like a ball'}