Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
διασφηκόομαι
διασφηνόω
View word page
διασφαγή
gap
ShortDef
gap
Debugging
Headword:
διασφαγή
Headword (normalized):
διασφαγή
Headword (normalized/stripped):
διασφαγη
IDX:
22102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22103
Key:
Data
{'content': 'gap'}