Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
διασφενδονάω
View word page
διασύρω
to tear in pieces

ShortDef

to tear in pieces

Debugging

Headword:
διασύρω
Headword (normalized):
διασύρω
Headword (normalized/stripped):
διασυρω
IDX:
22100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22101
Key:

Data

{'content': 'to tear in pieces'}