Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
διασφάττω
View word page
διάσυρτος
drawn through
ShortDef
drawn through
Debugging
Headword:
διάσυρτος
Headword (normalized):
διάσυρτος
Headword (normalized/stripped):
διασυρτος
IDX:
22099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22100
Key:
Data
{'content': 'drawn through'}