Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
διασφάξ
View word page
διασυρτικός
disparaging
ShortDef
disparaging
Debugging
Headword:
διασυρτικός
Headword (normalized):
διασυρτικός
Headword (normalized/stripped):
διασυρτικος
IDX:
22098
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22099
Key:
Data
{'content': 'disparaging'}