Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
διασφάλλω
View word page
διασύρτης
detractor

ShortDef

detractor

Debugging

Headword:
διασύρτης
Headword (normalized):
διασύρτης
Headword (normalized/stripped):
διασυρτης
IDX:
22097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22098
Key:

Data

{'content': 'detractor'}