Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
διασφαλίζομαι
View word page
διασυρτέον
one must ridicule

ShortDef

one must ridicule

Debugging

Headword:
διασυρτέον
Headword (normalized):
διασυρτέον
Headword (normalized/stripped):
διασυρτεον
IDX:
22096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22097
Key:

Data

{'content': 'one must ridicule'}