Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
διασφακτήρ
View word page
διάσυρσις
drawing through
ShortDef
drawing through
Debugging
Headword:
διάσυρσις
Headword (normalized):
διάσυρσις
Headword (normalized/stripped):
διασυρσις
IDX:
22095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22096
Key:
Data
{'content': 'drawing through'}