Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
διασύρω
διασύστασις
διασφαγή
διασφαιρίζω
διασφαιρόομαι
View word page
διασυρμός
disparagement, ridicule

ShortDef

disparagement, ridicule

Debugging

Headword:
διασυρμός
Headword (normalized):
διασυρμός
Headword (normalized/stripped):
διασυρμος
IDX:
22094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22095
Key:

Data

{'content': 'disparagement, ridicule'}