Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
διασύρτης
διασυρτικός
διάσυρτος
View word page
διαστύφομαι
become constipated

ShortDef

become constipated

Debugging

Headword:
διαστύφομαι
Headword (normalized):
διαστύφομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστυφομαι
IDX:
22089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22090
Key:

Data

{'content': 'become constipated'}