Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
διάσυρσις
διασυρτέον
View word page
διάστυλος
diastyle

ShortDef

diastyle

Debugging

Headword:
διάστυλος
Headword (normalized):
διάστυλος
Headword (normalized/stripped):
διαστυλος
IDX:
22086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22087
Key:

Data

{'content': 'diastyle'}