Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
διασυρμός
View word page
διαστυγνάζω
make stern
ShortDef
make stern
Debugging
Headword:
διαστυγνάζω
Headword (normalized):
διαστυγνάζω
Headword (normalized/stripped):
διαστυγναζω
IDX:
22084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22085
Key:
Data
{'content': 'make stern'}