Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
διασυγχέω
διασυνίστημι
διασυντρέχω
διασυρίζω
View word page
διαστρώννυμι
spread

ShortDef

spread

Debugging

Headword:
διαστρώννυμι
Headword (normalized):
διαστρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
διαστρωννυμι
IDX:
22083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22084
Key:

Data

{'content': 'spread'}