Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
διαστύφομαι
View word page
διαστροβέω
stir up
ShortDef
stir up
Debugging
Headword:
διαστροβέω
Headword (normalized):
διαστροβέω
Headword (normalized/stripped):
διαστροβεω
IDX:
22079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22080
Key:
Data
{'content': 'stir up'}