Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
διάστυλος
διαστυλόω
διαστύρακοι
View word page
διαστρέφω
to turn different ways, to twist about, distort

ShortDef

to turn different ways, to twist about, distort

Debugging

Headword:
διαστρέφω
Headword (normalized):
διαστρέφω
Headword (normalized/stripped):
διαστρεφω
IDX:
22078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22079
Key:

Data

{'content': 'to turn different ways, to twist about, distort'}