Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
διαστρώννυμι
διαστυγνάζω
διαστύλιον
View word page
διαστρατεύομαι
serve through one's campaigns
ShortDef
serve through one's campaigns
Debugging
Headword:
διαστρατεύομαι
Headword (normalized):
διαστρατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστρατευομαι
IDX:
22075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22076
Key:
Data
{'content': "serve through one's campaigns"}