Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
διάστρωμα
View word page
διαστοχάζομαι
guess

ShortDef

guess

Debugging

Headword:
διαστοχάζομαι
Headword (normalized):
διαστοχάζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστοχαζομαι
IDX:
22072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22073
Key:

Data

{'content': 'guess'}