Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
διαστροφή
διάστροφος
View word page
διαστόμωσις
expansion

ShortDef

expansion

Debugging

Headword:
διαστόμωσις
Headword (normalized):
διαστόμωσις
Headword (normalized/stripped):
διαστομωσις
IDX:
22071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22072
Key:

Data

{'content': 'expansion'}