Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
διαστροβέω
View word page
διαστολικόν
official notification of payment due, writ
ShortDef
official notification of payment due, writ
Debugging
Headword:
διαστολικόν
Headword (normalized):
διαστολικόν
Headword (normalized/stripped):
διαστολικον
IDX:
22069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22070
Key:
Data
{'content': 'official notification of payment due, writ'}