Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
διαστρέφω
View word page
διαστολή
a notch
ShortDef
a notch
Debugging
Headword:
διαστολή
Headword (normalized):
διαστολή
Headword (normalized/stripped):
διαστολη
IDX:
22068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22069
Key:
Data
{'content': 'a notch'}