Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
διάστρεμμα
View word page
διαστολεύς
instrument for examining cavities, dilator
ShortDef
instrument for examining cavities, dilator
Debugging
Headword:
διαστολεύς
Headword (normalized):
διαστολεύς
Headword (normalized/stripped):
διαστολευς
IDX:
22067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22068
Key:
Data
{'content': 'instrument for examining cavities, dilator'}