Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
διαστρατηγέω
View word page
διαστοιχίζομαι
to arrange for oneself regularly, regulate exactly
ShortDef
to arrange for oneself regularly, regulate exactly
Debugging
Headword:
διαστοιχίζομαι
Headword (normalized):
διαστοιχίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαστοιχιζομαι
IDX:
22066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22067
Key:
Data
{'content': 'to arrange for oneself regularly, regulate exactly'}