Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
διαστρατεύομαι
View word page
διαστοιβάζω
to stuff in between

ShortDef

to stuff in between

Debugging

Headword:
διαστοιβάζω
Headword (normalized):
διαστοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
διαστοιβαζω
IDX:
22065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22066
Key:

Data

{'content': 'to stuff in between'}