Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
διαστράπτω
View word page
διάστιξις
branding

ShortDef

branding

Debugging

Headword:
διάστιξις
Headword (normalized):
διάστιξις
Headword (normalized/stripped):
διαστιξις
IDX:
22064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22065
Key:

Data

{'content': 'branding'}