Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
διάστρα
View word page
διαστίλβω
to gleam through

ShortDef

to gleam through

Debugging

Headword:
διαστίλβω
Headword (normalized):
διαστίλβω
Headword (normalized/stripped):
διαστιλβω
IDX:
22063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22064
Key:

Data

{'content': 'to gleam through'}