Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
διαστοχάζομαι
View word page
διαστίκτης
one who punctuates

ShortDef

one who punctuates

Debugging

Headword:
διαστίκτης
Headword (normalized):
διαστίκτης
Headword (normalized/stripped):
διαστικτης
IDX:
22062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22063
Key:

Data

{'content': 'one who punctuates'}