Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
διάστολον
διαστόμωσις
View word page
διαστικτέον
one must punctuate

ShortDef

one must punctuate

Debugging

Headword:
διαστικτέον
Headword (normalized):
διαστικτέον
Headword (normalized/stripped):
διαστικτεον
IDX:
22061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22062
Key:

Data

{'content': 'one must punctuate'}