Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
διαστολή
διαστολικόν
View word page
διαστιγμή
punctuation
ShortDef
punctuation
Debugging
Headword:
διαστιγμή
Headword (normalized):
διαστιγμή
Headword (normalized/stripped):
διαστιγμη
IDX:
22059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22060
Key:
Data
{'content': 'punctuation'}