Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
διαστοιχίζομαι
διαστολεύς
View word page
διαστηρίζω
to make firm

ShortDef

to make firm

Debugging

Headword:
διαστηρίζω
Headword (normalized):
διαστηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαστηριζω
IDX:
22057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22058
Key:

Data

{'content': 'to make firm'}