Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
διαστοιβάζω
View word page
διάστημα
an interval
ShortDef
an interval
Debugging
Headword:
διάστημα
Headword (normalized):
διάστημα
Headword (normalized/stripped):
διαστημα
IDX:
22055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22056
Key:
Data
{'content': 'an interval'}