Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
διάστιξις
View word page
διάστερος
starred

ShortDef

starred

Debugging

Headword:
διάστερος
Headword (normalized):
διάστερος
Headword (normalized/stripped):
διαστερος
IDX:
22054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22055
Key:

Data

{'content': 'starred'}