Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
διαστίλβω
View word page
διάστενος
very narrow
ShortDef
very narrow
Debugging
Headword:
διάστενος
Headword (normalized):
διάστενος
Headword (normalized/stripped):
διαστενος
IDX:
22053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22054
Key:
Data
{'content': 'very narrow'}