Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάσταλσις
διασταλτέον
διασταλτικός
διαστασιάζω
διάστασις
διαστατικός
διαστατός
διασταυρόω
διαστείβω
διαστείχω
διαστέλλω
διάστενος
διάστερος
διάστημα
διαστηματικός
διαστηρίζω
Διαστί
διαστιγμή
διαστίζω
διαστικτέον
διαστίκτης
View word page
διαστέλλω
to put asunder, tear open

ShortDef

to put asunder, tear open

Debugging

Headword:
διαστέλλω
Headword (normalized):
διαστέλλω
Headword (normalized/stripped):
διαστελλω
IDX:
22052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22053
Key:

Data

{'content': 'to put asunder, tear open'}